- θλίβῃ
- θλί̱βῃ , θλίβωsqueezepres subj mp 2nd sgθλί̱βῃ , θλίβωsqueezepres ind mp 2nd sgθλί̱βῃ , θλίβωsqueezepres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θλιβή — θλιβή, ἡ (Α) [θλίβω] τρίψιμο … Dictionary of Greek
θλιβῇ — θλιβή a rubbing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλιβῇς — θλιβή a rubbing fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαβερός — ή, ό (AM βλαβερός, ά, όν) όποιος επιφέρει βλάβη, επιζήμιος νεοελλ. 1. επικίνδυνος 2. πληγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλάβη (πρβλ. δολερός < δόλος, δροσερός < δρόσος, θλιβερός < θλιβή, κρατερός < κράτος, φθονερός < φθόνος, φοβερός <… … Dictionary of Greek
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek
θλιβῆις — θλιβῇς , θλιβή a rubbing fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)